- ὀλβοδόταν
- ὀλβοδότᾱν , ὀλβοδότηςgiver of blissmasc acc sg (epic doric aeolic)ὀλβοδότηςgiver of blissmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολβοδότης — ὀλβοδότης και δωρ. τ. ὀλβοδότας, ὁ, θηλ. ὀλβοδότις (Α) αυτός που δίνει, που παρέχει πλούτο ή ευτυχία («τὸν εὐδαιμονίας βροτοῑς ὀλβοδόταν πατέρα τε», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβος «πλούτος, ευδαιμονία» + δότης (< δίδωμι), πρβλ. μισθο δότης] … Dictionary of Greek